- γλαυκώματος
- γλαύκωμαopacity of the crystalline lensneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίριδα — I (Ιατρ.). Τμήμα του ματιού, που βρίσκεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και του φακού. Είναι έγχρωμο και χωρίζει τον πρόσθιο από τον οπίσθιο θάλαμο του οφθαλμού. Η αλλαγή του μεγέθους της κόρης γίνεται με τη σύσπαση της ί. ιριδεκτομή.… … Dictionary of Greek
εσερίνη — η αλκαλοειδές με παρασυμπαθητικομιμητικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τού γλαυκώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. eserine < eser , που προήλθε από εγχώρια ονομασία τής Αφρικής + in] … Dictionary of Greek
πανάς — Επώνυμο οικογένειας από την Κεφαλονιά, που καταγόταν από ευγενή οίκο της Ισπανίας. Κατά την παράδοση, μέλη του οίκου αυτού πήραν μέρος στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571). Πολλοί γόνοι της οικογένειας αναφέρονται εγγράφως ως ευγενείς της Κεφαλονιάς … Dictionary of Greek
πιλοκαρπίνη — Χολινομιμητική φαρμακευτική ουσία. Βγαίνει από το φυτό pilocarpus pinnatifolius, που φυτρώνει κυρίως στη Βραζιλία. Με τη μορφή υδροχλωρικού άλατος, χρησιμεύει (ως αλοιφή ή σταγόνες) στη θεραπεία ορισμένων παθήσεων των ματιών, στις οποίες… … Dictionary of Greek
σκληρεκτομή — και σκληρεκτομία, η, Ν ιατρ. χειρουργική εκτομή μιας λωρίδας τού σκληρού χιτώνα τού οφθαλμού σε περίπτωση γλαυκώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerectomy < σκληρός + εκτομή)] … Dictionary of Greek
σκληρο-ιριδεκτομή — η, Ν ιατρ. εγχείρηση που γίνεται για θεραπεία τού γλαυκώματος και που συνίσταται στην αφαίρεση τμήματος τού σκληρού χιτώνα και μέρους τής ίριδας … Dictionary of Greek
υπογλαύκωσις — ώσεως, ἡ, Α [γλαύκωσις] αρχή γλαυκώματος, αρχόμενος καταρράκτης τών ματιών … Dictionary of Greek